Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δ' ἔσχοντο

См. также в других словарях:

  • ἔσχοντο — ἔχω check aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κηληθμός — κηληθμός, ὁ (Α) καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, ορχ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»